ἵδρυσα

ἵδρυσα
ἵ̱δρῡσα , ἱδρύω
make to sit down
aor ind act 1st sg
ἵδρῡσα , ἱδρύω
make to sit down
aor ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιδρύω — ίδρυσα, ιδρύθηκα, ιδρυμένος 1. ανεγείρω, οικοδομώ: Μετά τον πόλεμο ιδρύθηκαν πολλά σχολεία. 2. συγκρατώ, δημιουργώ: Οι νέοι του χωριού μας ίδρυσαν μορφωτικό σύλλογο. – Το κράτος του Ισραήλ ιδρύθηκε μετά το β’ παγκόσμιο πόλεμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδρύω — ιδρύω, ίδρυσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”